Συμπληρώματα Διατροφής:Απαντήσεις που περιμένουμε

Σήμερα κυκλοφορούν τουλάχιστον εβδομήντα χιλιάδες είδη συμπληρωμάτων διατροφής (ΣΔ), δηλαδή 18 φορές περισσότερα από το 1990 ενώ πάνω από χίλια καινούρια είδη προστίθενται κάθε χρόνο. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι μισοί ενήλικες και το ένα τρίτο των παιδιών καταναλώνουν ΣΔ. Πιο εντυπωσιακή από αυτούς τους αριθμούς είναι η τεράστια και ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά των ΣΔ που σήμερα αποτιμάται στα 110 δισεκατομμύρια δολλάρια ενώ το 2024 θα έχει υπερδιπλασιαστεί αφού θα έχει ξεπεράσει τα 275 δις US$. Ωστόσο, η τεκμηρίωση της αξίας τους παραμένει σε πολλά σημεία μια ανεκπλήρωτη ανάγκη, προκειμένου να υποστηρίξει αυτή η δυναμική αγορά.

Η κοινή αντίληψη είναι ότι πρόκειται για ‘over the counter’ διατροφικά προϊόντα που αποτελούν συμπυκνωμένες πηγές θρεπτικών ή φυσιολογικών συστατικών ή βιοδραστικές ουσίες προερχόμενες από φυσικές πηγές και διατίθενται σε εξειδικευμένη αγορά (φαρμακεία) σε διακριτές δοσομετρικές μονάδες (χάπια, παστίλιες, φακελάκια κτλ). Παρότι η Ελληνική νομοθεσία, η οποία ακολουθεί την Ευρωπαϊκή, περιλαμβάνει στα ΣΔ μόνο τα φυσιολογικά συστατικά, η προσέγγιση του θέματος από την γενικότερη άποψη είναι χρήσιμη για να συμπεριληφθούν όλοι όσοι συμμετέχουν στη χορήγηση και κατανάλωση των ΣΔ δεδομένου ότι το 77% λαμβάνονται χωρίς συνταγή γιατρού. ‘Ετσι σαν ΣΔ εννοούνται οι βιταμίνες, τα ανόργανα στοιχεία, τα αμινοξέα, τα ω3, τα διάφορα βότανα, τα προβιοτικά και άλλα.

Εκείνο που τα κάνει πολύ ελκυστική επιλογή είναι ότι παριστούν κάτι πιο περιεκτικό από την κοινή διατροφή και κάτι λιγότερο τοξικό από τα φάρμακα, τα οποία προϋποθέτουν διάγνωση, συνταγογράφηση και αποζημίωση. Με τα ΣΔ μπορεί κανείς θεωρητικά, με τρόπο ‘φυσικό’, να παρέμβει και είτε να αποκαταστήσει διατροφικά ελείμματα, είτε να ενισχύσει τη λειτουργία του οργανισμού του είτε να προλάβει κάποια νοσήματα. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα περισσότερα ΣΔ λαμβάνονται για την γενική ευεξία και υγεία, καθώς και την ενίσχυση του ανοσοποιητικού, ενώ οι τυπικοί καταναλωτές στις δυτικές κοινωνίες έχουν το προφιλ του ενημερωμένου και ευαισθητοποιημένου στα θέματα υγείας ατόμου. Η επιμήκυνση του μέσου όρου ζωής συμβάλλει θετικά γιατί μεγενθύνει την επιθυμία για μακροχρόνια υγεία και ευεξία, κυρίως μέσω φυσικών-μη επικίνδυνων τρόπων.

Διατροφικά ελείμματα εξακολουθούν να υπάρχουν και στις ανεπτυγμένες χώρες. Τρία ως τέσσερα % των ατόμων με ελεύθερη πρόσβαση στην τροφή δεν προσλαμβάνουν τις αναγκαίες ημερήσιες ποσότητες διατροφικών συστατικών. Επίσημοι φορείς έχουν αναγνωρίσει διατροφικά συστατικά των οποίων η έλλειψη θα απασχολήσει μακροπρόθεσμα τη δημόσια υγεία. Ο αποκλεισμός ομάδων τροφίμων από το διαιτολόγιο, η ηλικία και ο περιορισμός των προσλαμβανόμενων θερμίδων ενισχύουν περισσότερο το φαινόμενο αυτό. Σε αυτήν την περίπτωση η χορήγηση ΣΔ είναι μια προφανής λύση, ωστόσο οι μελέτες έχουν δείξει ότι τα πολυβιταμινούχα/πολυστοιχειακά σκευάσματα για κάποια συστατικά έχουν αποκαταστήσει τα ελείμματα, για κάποια όμως όχι. Ομοίως για την πρόσληψη με σκοπό την πρόληψη νόσου, υπάρχουν τόσο θετικές όσο και αρνητικές μελέτες. Κατά κανόνα έχουν μελετηθεί η επίδραση στη γενική θνησιμότητα , τα καρδιαγγειακά νοσήματα και τον καρκίνο και πολύ λιγότερο στην άνοια, την οστεοαρθρίτιδα, τις λοιμώξεις, τις συνέπειες της εμμηνόπαυσης και άλλες παθήσεις. Ειδικό ενδιαφέρον για την πρόληψη ή αντιμετώπιση νόσων παρουσιάζουν τα βότανα. Τα πιο συχνά μελετημένα από αυτά είναι η echenachea, το ginseng, το gingo, το βαλσαμόχορτο και το σκόρδο. Οφείλουν την ευεργετική τους δράση σε διάφορες ουσίες (πχ φλαβονοειδή), χωρίς όμως αυτό να επιβεβαιώνεται από όλες τις μελέτες. Τέλος, η συσχέτιση του εντερικού μικροβιώματος με πλήθος νοσημάτων, έχει δώσει το έναυσμα για εκτεταμένη έρευνα σχετικά με τα προβιοτικά, τα οποία φαίνεται ότι θα αποκτήσουν ιδιαίτερη θέση στο μέλλον.

Το γεγονός ότι τα δεδομένα είναι μη συμπρασματικά, δε σημαίνει ότι είναι αρνητικά, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάστηκαν οφέλη. Ένας σημαντικός περιορισμός στην μέχρι τώρα τεκμηρίωση της διαφαινόμενης αξίας των ΣΔ είναι η έλλειψη τυχαιοποιημένων μελετών∙ κάποιες διεξάγονται τώρα με αυτό το σκοπό. Ένα άλλο πρόβλημα που δεν επιτρέπει τη γενίκευση των αποτελεσμάτων είναι η ετερογένεια των μελετών, δηλαδή ποιο συστατικό έχει μελετηθεί , για ποιο σκοπό, με ποιο σχεδιασμό και σε ποιόν πληθυσμό.

Γιατι τότε να μην λαμβάνει κανείς ΣΔ αφού είναι φυσικά και μπορεί να κάνουν καλό∙ πάντως δεν βλάπτουν. Αυτό δεν είναι απόλυτα ακριβές. Πρώτον, οι ανεπιθύμητες ενέργειες, οι αντενδείξεις, οι αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και ο κίνδυνος υπερδοσολογίας είναι υπαρκτά φαινόμενα για πολλά από τα ΣΔ, ακόμη και όταν πρόκειται για φυσιολογικά συστατικά όπως οι βιταμίνες. Αν και έχει υπολογιστεί ότι 2% των νοσηλειών οφείλονται σε κάποιο από τα παραπάνω, μόνο 1-20 % των ανεπιθύμητων συμβάντων αναφέρονται επίσημα. Εδώ διευκολύνει το κανονιστικό-ρυθμιστικό πλαίσιο που είναι σημαντικά χαλαρότερο από εκείνο των φαρμάκων αφού δεν απαιτεί τεκμηρίωση μέσω κλινικών μελετών πριν την κυκλοφορία και ενώ προβλέπει απόσυρση σε περίπτωση σοβαρών ζητημάτων ασφάλειας, δεν διασφαλίζει τη συστηματική αναφορά ανεπιθύμητων συμβάντων. Δεύτερον, το υπάρχον κανονιστικό πλαίσιο και η απουσία προτυποποίησης αφήνουν την εγγύηση της ποιότητας στο ίδιο το προϊόν το οποίο είναι φορέας εμπιστοσύνης για την περιεκτικότητα, τις συνθήκες φύλαξης και την διατηρούμενη δραστικότητα.

Τα ΣΔ είναι μια θετική προσέγγιση εναρμονισμένη με τη στάση του σύγχρονου ανθρώπου που θέλει να συμμετέχει ενεργά στη διαχείριση της υγείας του. Από αυτή την άποψη τα ΣΔ δεν αντικαθιστούν τα απαραίτητα φάρμακα, ούτε υποκαθιστούν τη σωστή διατροφή αλλά μάλλον ανοίγουν έναν τρίτο χώρο με πολλούς συμμετέχοντες που ακόμη έχουν να μάθουν και να κερδίσουν πολλά. Μέχρι την έλευση τεκμηρίωσης υψηλού επιπέδου, ένας τρόπος να κρατήσουμε μόνο τα οφέλη είναι η εξατομικευμένη προσέγγιση μέσα από τη συνεργασία καταναλωτή, γιατρού και φαρμακοποιού.

Μαρία Χριστοπούλου, MD, MSc, MBA

Παθολόγος-Εντατικολόγος, Medical Advisor Pharmaserve-Lilly